ornithorynchus
1ornithorynchus — n. (Zool.) Duck bill, tambreet …
2water-mole — n. 1. Shrew mole (Scalops aquaticus). 2. Duck bill, ornithorynchus, platypus, mullangong, tambreet (Ornithorynchus paradoxus) …
3Mammalia — Mammifère Mammifères …
4Mammifere — Mammifère Mammifères …
5Mammifère — Mammifères Divers mammif …
6Mammifères — Mammifère Mammifères …
7μονοτρήματα — Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα… …
8ορνιθόρρυγχος — ο ζωολ. επιστημονική ονομασία τού πλατύποδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ornithorynchus (< όρνις, ιθος + ρύγχος)] …